- στεφανωθῆναι
- στεφανόωto be put round in a circleaor inf pass
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вѣньчатисѧ — ВѢНЬЧА|ТИСѦ (73), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1. Быть увенчанным (венком): приими заѹше(н)е. ткань˫а тернье(м) вѣнчаисѩ. (στεφανώθητι) ГБ XIV, 13б; | образн.: нъ си сѹть ѿ скровищь нб(с)ныхъ вѣнци х(с)ви. имиже вѣнчаютсѩ Пр XIV (6), 44г; и мнози бл҃жни ˫ако… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ιεροφαντικός — ἱεροφαντικός, ή, όν (Α) [ιεροφάντης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιεροφάντη (α. «στεφανωθῆναι τῷ ἱεροφαντικῷ στέμματι», Πλούτ. β. «βίβλους ἱεροφαντικάς» βιβλία για τους pontifices τών Ρωμαίων, libri pontificates, Πλούτ.). επίρρ...… … Dictionary of Greek